ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
μεσεντερίδιο — το ανατ. πτυχή τού περιτοναίου που εκτείνεται από το τελικό άκρο τού ειλεού μέχρι τη σκωληκοειδή απόφυση … Dictionary of Greek
μυρμηκοφάγος — Κοινή ονομασία θηλαστικών της οικογένειας των μυρμηκοφαγιδών, της τάξης των νωδών. Ο τριδάκτυλος ή χαιτοφόρος μ. (myrmecophaga tridactyla ή jubata), που ζει στην Κεντρική και Νότια Αμερική, μπορεί να φτάσει σε μήκος 2,5 μ. και βάρος 45 περίπου… … Dictionary of Greek
μυρμηκοφαγίδες — οι ζωολ. οικογένεια θηλαστικών που περιλαμβάνει ζώα με επιμήκη ουρά, κεφαλή και ρύγχος, χωρίς δόντια, τα οποία τρέφονται με τερμίτες και μυρμήγκια που συλλαμβάνουν με την επιμήκη, σκωληκοειδή γλώσσα τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
σκωληκοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με σκώληκα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωληκοειδή ζωολ. υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους πλέον πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο… … Dictionary of Greek
σκωληκοειδικός — ή, ό, Ν [σκωληκοειδής] ο σχετικός με τη σκωληκοειδή απόφυση … Dictionary of Greek
σωληνόγαστρα — τα, Ν ζωολ. ζώα με σκωληκοειδή μορφή και μικρό μέγεθος, αλλ. απλακοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. solenogastres (< σωλήν, ῆνος + γαστήρ, γαστρός)] … Dictionary of Greek
νηματέλμινθες — Τύπος ασπόνδυλων με σώμα κυλινδρικό, μη μεταμερικό, γενικά χωρίς κινητικές αποφύσεις, του οποίου η επιδερμίδα έχει σκληρυνθεί από μια ουσία ανάλογη με τη χιτίνη των εντόμων. Εξαιτίας της μορφής του σώματός τους, οι ν. λέγονται λαθεμένα και… … Dictionary of Greek